- απόμακτρον
- ἀπόμακτρον, το (Α) [απομάσσω]βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόμακτρον — strickle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμακτρα — ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομάσσω — ἀπομάσσω (AM) [μάσσω] Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι 2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας 3. παίρνω αποτύπωμα II. ( ομαι) 1. αφαιρώ, αποβάλλω 2. σκουπίζω τα … Dictionary of Greek
ἀπόμακτρ' — ἀπόμακτρα , ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)